Μηχανάκια να περνάνε με κόκκινο, πεζοί να περπατάνε μέσα στη μέση του δρόμου, αυτοκίνητα να προσπαθούν να σου πάρουν τη θέση στο φανάρι, να κορνάρουν, να φρενάρουν μανιασμένα, taxi να σταματάνε χωρίς αλάρμ για να ξεφορτώσουν μανιασμένους αγοραστές-καφεπότες...είναι τρελός ο Έλληνας και όσο περνάει ο καιρός η ασυμβατότητα του με τους κανόνες του κράτους όλο και ξεφεύγει, επιβαρύνοντας πρώτα πρώτα τον ίδιο και κατά συνέπεια και τους συνανθρώπους του, τους οποίους πλέον τους βλέπει σαν εχθρούς.
Μπαίνεις στην τράπεζα με το χαρτάκι στο χέρι και αρχίζει ο καβγάς, κυρία μου στη σειρά σας, πότε ήρθατε?δεν είδατε που πέρασε το νούμερο?έχουμε και δουλειές, κάνε πιο εκεί ρε βλάχο, τι είπες μωρή κυράτσα και άλλοι πολλοί τέτοιοι ποιοτικοί διάλογοι που μου φτιάχνουν την μέρα και δεν βλέπω την ώρα να γυρίσω πίσω στο κλουβί μου και μην βλέπω και ακούω κανένα!
Ανοίγεις την τηλεόραση και βλέπεις ένα μαγικό κόσμο, ξαφνικά κανένα πρόβλημα, όλοι είναι αγαπημένοι, υπάρχει μεγάλη αγάπη για τον πολιτισμό και τις τέχνες, οι μάνες ψάχνουν τα παιδιά τους, οι γείτονες βοηθάνε ο ένας τον άλλον, μεγάλες αγαπημένες παρέες παντού και μια όμορφη Ελλάδα από άκρη σε άκρη.
Ξαναβγαίνω έξω και συναντώ και πάλι το μανιασμένο πλήθος. Βάζω το GPS για να βεβαιωθώ ότι η Αθήνα που βλέπω στην τηλεόραση έχει ακριβώς τους ίδιους δρόμους με αυτή που αντικρίζω τώρα. Κι όμως, είμαι στο σωστό δρόμο μα η πραγματικότητα της τηλεόρασης καθρεπτίζεται μόνο σε κάτι αφίσες και πόστερ στους τοίχους κατα μηκος του δρόμου.